Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ть ξιφο-μαχώ

См. также в других словарях:

  • θυμομαχώ — θυμομαχῶ, έω (Α) 1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος 2. πολεμώ με πείσμα 3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχώ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ) …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαχώ — κλεψιμαχῶ, έω (Μ) μάχομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. μονο μαχώ, ξιφο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • λογχομαχώ — έω μάχομαι με τη λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + μαχῶ(< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • υλομαχώ — έω, Α καταφεύγω στο δάσος και μάχομαι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο μαχῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»