-
1 фехтование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фехтование
-
2 фехтовальныйть
фехтовальный||тьнесов ξιφο-μαχῶ.
См. также в других словарях:
θυμομαχώ — θυμομαχῶ, έω (Α) 1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος 2. πολεμώ με πείσμα 3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχώ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ) … Dictionary of Greek
κλεψιμαχώ — κλεψιμαχῶ, έω (Μ) μάχομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. μονο μαχώ, ξιφο μαχώ] … Dictionary of Greek
λογχομαχώ — έω μάχομαι με τη λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + μαχῶ(< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ] … Dictionary of Greek
υλομαχώ — έω, Α καταφεύγω στο δάσος και μάχομαι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο μαχῶ] … Dictionary of Greek